Η Ιερά Μονή της Παναγίας Γουμερά

Το 1970 το σωματείο «Αδελφότητας Ποντίων Καλλιθέας» αποφασίζει την επανίδρυση της Μονής στην νέα πατρίδα, τη  Μακρυνίτσα Σερρών. Η Θεοδωρίδου Στέλλα και η Κανλή Βέτα δωρίζουν τα κτήματα τους για να υπάρξει ο απαραίτητος χώρος. Σύσσωμοι όλοι οι κάτοικοι του χωριού με αισιοδοξία, κέφι και χαρά συμβάλλουν υλικά, ηθικά, οικονομικά και με προσωπική εργασία για το κτίσιμο της Μονής. Με τη  βοήθεια και τη  χάρη Της τον Ιούνιο του 1971 εγκαινιάζεται ο Ιερός Ναός.

 Η Ιερά Μονή, με την εκκλησία της Γενέσεως της Θεοτόκου, υπήρξε για πολλά χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, το όραμα και το όνειρο των Ποντίων που κατάγονται από την ορεινή Χαλδία του Ανατολικού Πόντου.

Οι πρόσφυγες μετέφεραν από τη μονή του Πόντου παλαιό ευαγγέλιο, φορητή εικόνα της Θεοτόκου και κειμήλια εναποκείμενα σήμερα στη νέα ομώνυμη μονή.

Το καθολικό της μονής είναι μονόκλιτη βασιλική με τρούλο.

Σήμερα στη  Μακρυνίτσα, αναβιώνει η παλιά ιστορική Μονή της Παναγίας Γουμερά από τις χαμένες πατρίδες και συγκεκριμένα από την κοιλάδα της Τσίτης, της επαρχίας Χαλδίας της Άρδας από την Αργυρούπολη του Πόντου.

Η ιερά μονή της Παναγίας Γουμερά στον Πόντο, δεν είχε βέβαια τη  φήμη και την αίγλη των ιστορικών μονών της Τραπεζούντας ( Παναγία Σουμελά, Άγιος Γεώργιος ο Περιστερεώτας και Άγιος Ιωάννης ο Βαζελώνας) υπήρξε όμως σπουδαίο κέντρο πνευματικής και πολιτιστικής ανάπτυξης.
Ταυτόχρονα η βιβλιοθήκη της, διέθετε πολλά χειρόγραφα αρχαίων συγγραφέων και πατέρων της Εκκλησίας (Αριστοτέλης, Άγ.Ιωάννης Χρυσόστομος).
Οι εικόνες της ήταν σπάνιας αξίας, ζωγραφισμένες στην Βλαχία. Μέχρι το 1914 λειτουργούσε οικοτροφείο με δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο. Είναι η χρονιά της καταστροφής.
 Όλη η περιουσία δημεύεται από τους Τούρκους που μπαίνουν στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό των Γερμανών.

Η ίδρυση της Μονής

Η ακριβής ημερομηνία της ίδρυσης της Ιστορικής Μονής Παναγία Γουμερά του Πόντου δεν είναι γνωστή. Άλλες πηγές την τοποθετούν τον 8ο ή 9ο αι. και άλλες τον 10ο ή 14ο αι.
Το  όνομά της εικάζεται πως το πήρε από τον ιδιοκτήτη  της περιοχής “Ηγουμεράς”.

 Έτσι λοιπόν  ”του Ηγουμερά η Παναγία” έγινε με τον καιρό “Παναγία Γουμερά”.

Η ίδρυση της Μονής ανάγεται στους χρόνους των Αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας.

Από προσωπική μαρτυρία περιηγητή (Λουκάς Π. Νικόλαος), ο οποίος είδε επιγραφή επί της μικρής εκκλησίας το 1904 μ.Χ., η χρονολογία κτίσης τοποθετείται στο 906 μ.Χ. (Ιωάννης Αβραμάντης) ή  στο 950 μ.Χ. αλλά «από αμάθεια των μοναχών εκαλύφθη κατά την ασβεστόχρισι» (Γεώργιος Θ. Κανδηλάπτης).(1)
Ως ιδρυτές φέρονται τρεις ιερομόναχοι, Σωφρόνιος, Παΐσιος και Λαυρέντιος με καταγωγή από το χωρίο Χουσιλή της Εκκλησιαστικής Επαρχίας Θεοδοσιουπόλεως (Ερζερούμ).

Οι ίδιοι φέρονται και ως κτήτορες του ναΐσκου. Μετά δεκατετραετή παραμονή αναγκάσθηκαν να την εγκαταλείψουν λόγω ληστρικών επιδρομών και επέστρεψαν μετά από ένα έτος μέχρι το τέλος του βίου τους. Φαίνεται ότι μετά το θάνατό τους η Μονή έμεινε έρημος για 200 χρόνια.
Το 1150, λέει η παράδοση, δύο αδερφοί, ο Ανανίας και ο Κοσμάς, από το Σιεχτόρμι της Θεοδοσιουπόλεως, μετέβησαν στην έρημη Μονή, υλοτόμησαν τη  γύρω περιοχή και έκτισαν κελιά για τον εαυτό τους και για τους προσκυνητές.
Από τότε, ο βίος της Μονής ήταν αδιατάρακτος χάρη  στην προστασία των Δουκών της Χαλδίας, των Κλεισουραχών του Βυζαντίου και των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας και αναδείχθηκε σε μία από τις σπουδαιότερες μονές του Θέματος Χαλδίας.
Ο Τραπεζούντος Αυτοκράτορας Αλέξιος ο Γ’,  λέγεται ότι επανίδρυσε το ναΐσκο ο οποίος είχε καταστραφεί από φωτιά και επικύρωσε την πνευματική της δικαιοδοσία επί της Τσίτης.
«Όλα τα ανωτέρω αποτελούν θρύλους και παραδόσεις. Γραπτό μνημείο της μονής ήτο κώδιξ αρχαιότατος, που απωλέσθη, δυστυχώς, άγνωστο, πώς και πότε. Για λόγους αυτούς είμεθα ηναγκασμένοι να δηλώσωμεν, ότι η ιστορία της μονής μέχρι του 18ου αιώνος παραμένει σκοτεινή» (Γεώργιος Θ. Κανδηλάπτης).
Το ίδιο αναφέρει και ο βυζαντινολόγος Anthony Applemore Mornington Bryer  σε απάντηση επιστολής του Ιωάννη Αβραμάντη: «...Δεν κατόρθωσα να εύρω συγκεκριμένα ιστορικά στοιχεία με την ιστορία του μοναστηριού προ του 17ου και 18ου αιώνος». (2)

Η μόνη ιστορική μαρτυρία είναι ότι το 1808 με πατριαρχικά σιγίλια αναγνωρίστηκε  ως Σταυροπηγιακή και διατηρήθηκε ως τέτοια μέχρι το 1828. Από τότε λειτούργησε ως ενοριακή μονή υπό τη δικαιοδοσία του μητροπολίτη Χαλδίας.

Η Μονή

Στο κέντρο της Μονής ήταν κτισμένη η μεγάλη Εκκλησία της Γεννήσεως της Θεοτόκου, βυζαντινού τύπου και σχεδόν κολλητά με το Ιερό της βρισκόταν η μικρή και πολύ παλαιότερη εκκλησία κοντά στην οποία ήταν το μνήμα του Αγίου Χαλδίας Σελβέστρου και του εξ Αδύσσης ιερέως και διδασκάλου Αγαθονίκου Παπαδοπούλου.

Ο  νέος ναός δεν είχε κωδωνοστάσιο, οι τέσσερις κώδωνες ρωσικής κατασκευής κρέμονταν κάτω από την αριστερή πλευρά του μεγάλου Νάρθηκα.

Το γλυπτό τέμπλο ήταν διακοσμημένο με πλούτο σετεφίων και αργυρών επενδύσεων και του οποίου οι έξι Δεσποτικές εικόνες, έργα σπάνιας τέχνης μοναδικά στον Πόντο, ήταν δωρεά του Ανανία Κουζανού, με καταγωγή από τη Τσίτη αλλά διαμένοντος στη Βλαχία.
Οι εικόνες αυτές ήταν: του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του Προδρόμου, των Αποστόλων Πέτρου, Παύλου και Ανανίου, της Γεννήσεως της Θεοτόκου, της Ιουλίτης, Κήρυκος και Παρασκευής.
Σύμφωνα με το  Γεώργιο Θ. Κανδηλάπτη, «ο Ανανίας Κουζανός, κατά το πλήρες Ανανίας Αδαμίδης Κουζανός ο «Νομοφύλαξ», αφιέρωσε το 1816 συνολικά δεκατρείς εικόνας Δεσποτικάς, με την επιγραφή «Ανανίας Αδαμίδης- Κουζανός ανέθετο τω ιερώ μοναστηρίω εν έτει 1816 Μαίου 29» (ό.α).Οι εικόνες αυτές ήταν 6 μεγάλες (πιθανότατα αυτές βρισκόταν στο τέμπλο) , 6 μικρές και 1 για το προσκυνητάρι.

Οι απεικονίσεις των εικόνων ήταν όσες προαναφέρθηκαν και η του προσκυνηταρίου ήταν η Γέννηση της Θεοτόκου. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Αβραμάντη, οι εικόνες ήταν ζωγραφισμένες πάνω σε καραβόπανο.

Προς τη δεξιά πλευρά του ναού υπήρχε Βιβλιοθήκη και το Αρχείο με παλιούς Κώδικες. Η Βιβλιοθήκη περιείχε πολλά βιβλία, Εκκλησιαστικά και μη, πολλά χειρόγραφα εκκλησιαστικής μουσικής του 18ου και 19ου αιώνα, πολύτιμο Ευαγγέλιο (χειρόγραφο σε μεμβράνη του ΙΕ΄ αι.) το οποίο χάθηκε στην περίοδο του πολέμου και τη σειρά των έργων του Ιωάννου του Χρυσοστόμου (Έκδοση Μιλν).

Σήμερα στον Ελλαδικό χώρο της εκκλησίας της Γένεσης της Θεοτόκου, βρίσκεται η ιστορική και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, η μοναδική από τις 6 σπάνιας τέχνης εικόνες που σώθηκε μετά την καταστροφή της Μονής στον Πόντο. (Δωρεά του εκ Βλαχίας Ανανία Κουζάνου του εκ Τσίτης).

Το έδαφος της Μικράς Ασίας είναι πλούσιο σε μέταλλα και ορυκτά, γεγονός που οδήγησε από πολύ νωρίς στην ίδρυση μεταλλείων.

Ο γεωγραφικός χώρος και το κοινωνικό  πλαίσιο λειτουργίας της Μονής

Η Ιερά Μονή της Παναγίας βρισκόταν πλησίον της Τσίτης ή Σίδης της επαρχίας Χαλδίας του Πόντου σε απόσταση έξι ωρών από την Αργυρούπολη.

Η μεγαλύτερη συγκέντρωση μεταλλείων παρατηρήθηκε στην ορεινή περιοχή της Χαλδίας.

Η πρωτεύουσά της, η Αργυρούπολη (Gümüşhane), εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο μεταλλουργίας.

Στην πόλη και στα περίχωρα λειτουργούσαν στις αρχές του 18ου αιώνα, 17 μεταλλεία. (3)

Η οικονομική άνθηση κυρίως κατά τον 18ο αι. και η αύξηση του ελληνικού-χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής σε συνδυασμό με τα προνόμια που απέσπασε από το οθωμανικό κράτος, επέδρασαν σημαντικά στην κοινοτική, πολιτιστική και εκκλησιαστική διαμόρφωση της περιοχής.

Τα προνόμια

Τα μεταλλεία της Μικράς Ασίας, όπως άλλωστε και εκείνα των Βαλκανίων, τελούσαν υπό ιδιαίτερο φορολογικό καθεστώς. Σημαντικό μέρος αλλά κάποτε και το σύνολο της παραγωγής τους, ανήκε στο κράτος, το οποίο είτε εκμεταλλευόταν τα εκάστοτε μεταλλεία απευθείας, μέσω ειδικών αξιωματούχων, των εποπτών των μεταλλείων (maden emini), είτε τα ενοικίαζε σε ιδιώτες με τη μέθοδο του ιλτιζάμ. (4)

Οι εργαζόμενοι στα μεταλλεία, μη μουσουλμάνοι στην πλειονότητά τους, ήταν απαλλαγμένοι από τακτικούς και έκτακτους φόρους. Υποχρεώνονταν μόνο να καταβάλλουν τον κεφαλικό φόρο (cizye). Ήταν επίσης απαλλαγμένοι από τη στρατολογία. Αντίστοιχα προνόμια ίσχυσαν και για τα γύρω χωριά, που ήταν επιφορτισμένα με την παροχή ξυλείας και κάρβουνου για τις ανάγκες των μεταλλείων, καθώς και για τους σιδεράδες, προφανώς επειδή έφτιαχναν τα απαραίτητα εργαλεία, αλλά και για όσους ήταν επιφορτισμένοι με την ασφάλεια των περιοχών (ντερμπεντζή).

Τόσο τα προνόμια όσο και η μεγάλη ακμή των μεταλλείων έγιναν πόλος έλξης μεταναστών από τα παράλια του Πόντου.

Η σταδιακή παρακμή των μεταλλείων της Χαλδίας, κυρίως λόγω της εξάντλησης των αποθεμάτων τους, επήλθε το 19ο αιώνα. Σύμφωνα με μια άποψη, τα προνόμια των μεταλλουργών καταργήθηκαν τελικά με τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ. (5)

Η κοινοτική οργάνωση

Τα μεταλλεία αποτελούσαν πολύ σημαντικό, αν όχι και το μοναδικό τομέα οικονομικής δραστηριότητας των οικισμών των μεταλλωρύχων.

Είναι επομένως αναμενόμενο, δεδομένης τόσο της εσωτερικής ιεραρχίας όσο και του αυστηρού καταμερισμού της εργασίας, να αποτελούν καθοριστικό παράγοντα στην κοινοτική οργάνωση των οικισμών. Οι αρχιμεταλλουργοί άλλωστε είχαν και αρμοδιότητες που προσιδιάζουν περισσότερο σε κοινοτικούς αξιωματούχους. (6)

 Οι αρχιμεταλλουργοί δημιούργησαν σταδιακά στην πράξη κλειστό σώμα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το αξίωμα του γενικού αρχιμεταλλουργού κατέλαβε σχετικά μικρός αριθμός οικογενειών, ενώ η διαδοχική ανάδειξη μελών της ίδιας οικογένειας δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η οικογένεια Σαρασίτη, η οποία μονοπώλησε το αξίωμα την περίοδο 1676-1785.

Την ίδρυση των μεταλλευτικών οικισμών ακολουθούσε η συγκρότηση των συνεργατικών, στη βάση των οποίων γινόταν η εκμετάλλευση των μεταλλείων.

Η κατανομή των κερδών γινόταν το Νοέμβριο, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε οικογένειας, όπως αυτές καθορίζονταν από τη δημογεροντία, αλλά κυρίως από τους αρχιμεταλλουργούς.

 Από το σύνολο των κερδών εξέπιπτε ένα ποσό, στην Αργυρούπολη το 2% , το οποίο προοριζόταν για έργα οδοποιίας, για την εκπαίδευση και για κοινωνική πρόνοια, όπως η προικοδότηση ορφανών κοριτσιών και η ενίσχυση θυμάτων εργατικών ατυχημάτων.

Οι συνεργατικές είχαν επίσης αστυνομικά και δικαστικά καθήκοντα, εξαιρουμένων των περιπτώσεων φόνου.

 Οι αρχιμεταλλουργοί δραστηριοποιούνταν και στον εκκλησιαστικό τομέα ή διατηρούσαν στενές σχέσεις με τους μητροπολίτες Χαλδίας, στη δικαιοδοσία των οποίων ανήκαν και οι εκτός Χαλδίας αποικίες.

Τα εισοδήματα από τις μεταλλευτικές δραστηριότητες ανέδειξαν το κύρος και την επιρροή των τοπικών αρχιερέων.

Ο μητροπολίτης Χαλδίας θεωρούνταν «Αρχιερέας των Μεταλλουργών» και είχε στην πνευματική του δικαιοδοσία όλες τις μεταλλουργικές κοινότητες που ιδρύθηκαν στον Πόντο και τη Μικρά Ασία, ως αποικίες της Χαλδίας.

Έτσι, τμήματα άλλων επαρχιών ανήκαν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Χαλδίας, διότι σ’ αυτά υπήρχαν αποικίες Χάλδιων μεταλλουργών.

Η εξέλιξη αυτή κατοχυρώθηκε και στον τίτλο του μητροπολίτη ως «υπέρτιμου και έξαρχου παντός Ελενοπόντου».

Στη δικαιοδοσία του μητροπολίτη υπάγονταν 197.450 χριστιανοί, 450 κληρικοί, 324 ναοί και 392 παρεκκλήσια. (7) 

Συχνές ήταν, επίσης, οι δωρεές αρχιμεταλλουργών σε ναούς, σχολεία, ακόμα και σε πατριαρχεία.

Ο ρόλος των μεταλλείων στη ζωή των υπόδουλων κατοίκων περιγράφεται με  ιδιαίτερο τρόπο από τον Γεώργιο Κανδηλάπτη:

«…ο Ακρίτας σαν είδε πως η Πόλ΄ επάρθεν και το βασιλοσκάμ΄ εσκώθεν,  τα όπλο του κι έδραξε τη σκαπάνη, άνοιξε διάπλατα τα σπλάχνα της Γης του, στον κατακτητή. Το μεταλλείο έμελλε να παίξει το ρόλο του Κρυφού Σχολειού μαζί με το μοναστήρι.Ένα δισυπόστατο κρυφό Σχολειό με απέραντη εθνωφελή επίδραση. Οι πρώτοι με οικονομική ισχύ και οι δεύτεροι με την πνευματική, σε όλη την επαρχία της Χαλδίας.» (8)

ΤοΛύκειο Γουμεράςαποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της πνευματικής άνθησης. Η μονή διατηρούσε σχολείο στο οποίο έμαθαν τα πρώτα γράμματα πολλοί μετέπειτα δάσκαλοι και επίσκοποι. Στα νεότερα χρόνια (1913-1915) λειτούργησε εκεί σχολή, με την επωνυμία «Λύκειο Γουμεράς». Η ίδρυση αυτής της σχολής οφείλεται κατά κύριο λόγο στον ιατρό Θεοφύλακτο Θεοφυλάκτου. (9)  Μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο όλη η κινητή περιουσία της μονής κατασχέθηκε από τη τουρκική κυβέρνηση και με τον τρόπο αυτό τερμάτισε τον βίο του και το αρτισύστατο «Λύκειο».


Από τα όρη της Τσίτης (Σίδη) της Χαλδίας στην επαρχία Σιντικής ( Μπέλλες)

Η θεμελίωση της εκκλησίας της Θεομήτορος έγινε την ημέρα της Πεντηκοστής, την Κυριακή 6 Ιουνίου 1971. Από τότε υπό την προστασία Της και με την καταλυτική βοήθεια των αρχών του τόπου, των Μητροπολιτών Ιωάννου και Μακαρίου, της Μοναχής αδερφής Ευφημίας, τα μέλη του συλλόγου “Αδερφότης Ποντίων Παναγία Γουμερά” Καλλιθεας και των κατοίκων της περιοχής, η Ιερά Γυναικεία κοινοβιακή Μονή Παναγία Γουμερά έγινε ευρύτερα γνωστή και υποδέχεται τον κόσμο, χαρίζοντάς του ηρεμία, Αγάπη και γαλήνη.
Η Μονή εορτάζει δύο φορές τον χρόνο. 8 Σεπτέμβρη (Γένεσης της Θεοτόκου) και μετά την ανέγερση της μικρής εκκλησίας της Αγίας Κυριακής, στις 7 Ιούλη.
Μετά την καταστροφή και την προσφυγιά,  η σημερινή ανιστόρηση της μονής στη Μακρυνίτσα του Ν.Σερρών, αποτελεί εκτός από προσκυνηματικό σημείο, μια ανάμνηση ενός τόπου, μιας ζωντανής κοινότητας και ενός δημιουργικού  πνευματικού χώρου κατά την Οθωμανική περίοδο.

Παραπομπές

(1) Γ. Κανδηλάπτης (Κάνις), Π. Μελανοφρύδη, Λ. Λαζαρίδη,

«Ιστορία της Ιεράς Μονής Παναγία Γουμερά και του Εθνικού Βίου Χαλδίας με Παραρτήματα Ανιστορήσεως της στη Κοινότητα Μακρινίτσης (Μελί) Σιδηροκάστρου επί Κερκίνης (Μπέλες).  Συμπληρωμένη και Διασκευασμένη από τον Ι. Α. Αβραμάντη, Συνταξιούχου Δημοδιδάσκαλου.» Εν Αλεξανδρουπόλει τη 27 Ιουλίου 1945

(2)  Anthony A.M. Bryer, MA, DPhil, FSA – Director of Byzantine Studies – The University of Birmingham,17 July 1974

(3) Οικονομίδης, Δ., «Αργυρούπολις», Αρχείον Πόντου 3 (1931), σελ. 180-181.

(4) Ιλτιζάμ: Ενοικίαση του δικαιώματος είσπραξης φόρων του κράτους από ιδιώτες, που γινόταν συνήθως έπειτα από πλειστηριασμό. Ο δικαιούχος προκατέβαλλε στο κράτος το ποσό που υπολογιζόταν να εισπραχθεί από τη συγκεκριμένη περιοχή και στη συνέχεια εισέπραττε τους φόρους ο ίδιος ή υπενοικίαζε με τη σειρά του το δικαίωμα είσπραξής τους. http://constantinople.ehw.gr/forms/fGlossarySummary.aspx?glossaryID=607

(5) Τανζιμάτ: O όρος Τανζιμάτ περιγράφει μια σειρά από μεταρρυθμίσεις με στόχο την αναδιοργάνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε επίπεδο διοίκησης, οικονομίας και σχέσεών της με τους υπηκόους της. Τοποθετείται χρονικά στο διάστημα 18391876.

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%B1%CE%BD%CE%B6%CE%B9%CE%BC%CE%AC%CF%84

(6) Την άποψη αυτή υποστηρίζει και ο Πανταζόπουλος, Ν., Ελλήνων συσσωματώσεις   κατά την Τουρκοκρατίαν (Αθήναι 1958), σελ. 18, ο οποίος θεωρεί τα μεταλλεία του Πόντου παράδειγμα οικονομικής συσσωμάτωσης, η οποία τελικά επικαλύπτει την κοινοτική.

(7) Αρχ. Τοπαλίδης, Πανάρετος. «Ο Πόντος ανά τους αιώνας». Δράμα,1929

(8) Κανδηλάπτης, Γ., Οι αρχιμεταλλουργοί του Πόντου και το εθνικόν έργον αυτών μετά παραρτήματος. Τα ανέκδοτα των ουσταπασίδων (Αθήναι 1929)

(9) Θεοφυλάκτου Θεοφύλακτος:

http://www.pontos-news.gr/celebrity/4461/theofylaktoy-theofylaktos

Βιβλιογραφία

1. Η Τσίτη και η Παναγία Γουμερά στον Πόντο,

https://tsitenos.wordpress.com/2017/01/03/i-tsiti-kai-i-panagia-goumera-ston-ponto/

2. H Τσίτη ή Σίδη της επαρχίας Χαλδίας του Πόντου

http://www.kotsari.com/pontos/poleis-oikismoi-xoria-perioxes-toponimia-tou-pontou/52-tsiti-sidi-tsite-ardassa-xaldia-pontou-panagia-goumera

3. Ιστορία της Ιεράς Μονής Παναγίας Γουμερά του Πόντου

http://www.kotsari.com/8rhskleia/53-panagia-goumera-tsiti-ardassa-kandilaptis-melanofridis-meryem-ana

4. Ιστορία της Ιεράς Μονής Παναγίας Γουμερά Πόντου και του Λυκείου Γουμεράς,

https://tsitenos.wordpress.com/2017/03/29/istoria-tis-ieras-monis-panagias-goumera-pontou-kai-tou-lykeiou-goumeras/

5. Κλαδά Γ. Σωκράτη, Ένα Μοναστήρι του Πόντου ανιστορείται στις πλαγιές του Μπέλλες, «Παναγία Γουμερά». Η εν Χαλδία του Πόντου Ι. Μονή Παναγία Γουμερά. Αθήνα 1973 .

6. Κουτσουπιάς, Φώτιος,  Η Εκκλησιαστική και Εκπαιδευτική κίνηση στην εκκλησιαστική επαρχία Χαλδίας του Πόντου (19°Σ-20ος αιώνας). Θεσσαλονίκη 2000

7 .Νικόλαου Π. Λουκά, Περιγραφή της Ιεράς Μονής Παναγίας Γουμερά, Η Αυγή του Πόντου, Ημερολόγιον  εικονογραφημένον του έτους 1904.

8. Παναγία Γουμερά

http://terra-pontus.blogspot.com/2015/01/blog-post_8.html

 

 

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.